- ενθύμιο
- το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, -ον) [θυμός]νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιοαντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας»)μσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιοςυπόμνηση, υπόμνημααρχ.1. αυτός που δημιουργεί τύψη ή προκαλεί φροντίδα και απασχόληση για κάποιον, που τόν έχει βάρος μέσα του, που τόν παίρνει κατάκαρδα («καὶ ἐνθύμιὸν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ ἱρόν» — και υπήρξε γι' αυτόν βάρος στην ψυχή του που έκαψε τον ναό, Ηρόδ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνθύμιονοργή, θυμός («ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι», ΠΔ)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνθύμιαιδέες, νοήματα, έννοιες4. αυτός που έχει πολλές σκοτούρες («ἐνθυμίοις εὐναῑς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι», Σοφ.)5. φρ. α) «ἐνθύμιον ποιοῡμαι τι» — θυμάμαι, μέ απασχολεί κάτι, φροντίζω για κάτιβ) «ἐνθύμιον ποιοῡμαί τινος» — σκέφτομαι, απασχολούμαι, φροντίζωγ) «λαμβάνω τὸ ἐνθύμιον» — δέχομαι υπαινιγμό, αποδέχομαι πρόσκληση.
Dictionary of Greek. 2013.